νειλοφυής

νειλοφυής
νειλοφυής, -ές (Μ)
(για φυτά) αυτός που φυτρώνει κοντά στον Νείλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. ηλιο-φυής, λιμνο-φυής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”